ομοτέρμων

ομοτέρμων
ὁμοτέρμων, -ον (Α)
αυτός που έχει τα ίδια σύνορα, αυτός που συνορεύει με άλλον, γειτονικός («Ἰουδαίης ὁμοτέρμονα γαῑαν», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + τέρμων, -ονος «όριο, σύνορο» (πρβλ. κακο-τέρμων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὁμοτέρμων — having the same borders masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοτέρμονα — ὁμοτέρμων having the same borders neut nom/voc/acc pl ὁμοτέρμων having the same borders masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοτέρμονας — ὁμοτέρμων having the same borders masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοτέρμονες — ὁμοτέρμων having the same borders masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοτέρμονος — ὁμοτέρμων having the same borders gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοτέρμοσιν — ὁμοτέρμων having the same borders dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”